Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Η ιστορια της ΟΙΣΥΜΗΣ και της ΑΝΑΚΤΟΡΟΥΠΟΛΙΣ

ΟΙΣΥΜΗ - ΑΝΑΚΤΟΡΟΥΠΟΛΙΣ


Πολύ πριν από την άφιξη των Ελλήνων στην ελλαδική χερσόνησο και, συνεπώς και στην περιοχή του Παγγαίου και του Συμβόλου όρους, κατοικούσαν εδώ οι προέλληνες, λεγόμενοι αλλιώς και Πελασγοί, για την ύπαρξη των οποίων και στην περιοχή μας μίλησε ο Αισχύλος, σ' ένα θαυμάσιο χορικό της τραγωδίας του ΙΚΕΤΙΔΕΣ, ως εξής: Εγώ είμαι ο Πελασγός, γιος του ντόπιου αρχαίου κατοίκου αυτής της χώρας και ηγέτης της. Σωστά από μένα τον βασιλιά του πήρε τ' όνομά του το γένος των Πελασγών, που καρπώνεται αυτήν εδώ τη χώρα. Και διαφεντεύω ολάκερη τη χώρα που εκτείνεται προς τα δυτικά, μέσα από την οποία κυλάει τα νερά του ο αγνός Στρυμόνας.

Ήταν όμως το μέγα έθνος των Θρακών εκείνο που κατείχε ακόμη κι από τα προϊστορικά χρόνια, πέρα από άλλες περιοχές κι ολόκληρη την μεταξύ του Νέστου και του Στρυμόνα περιοχή, που μέχρι την εποχή του βασιλιά των Μακεδόνων Φιλίππου του Β' εθεωρείτο Θράκη.

Στην εποχή του τρωικού πολέμου, στην περιοχή αυτή είναι εγκατεστημένα, μαζί με τα άλλα θρακικά φύλα, και κάποια υπολείμματα των Φρυγών, που παλιότερα ζούσαν στη Δυτική Μακεδονία, με έδρα την Έδεσσα και γνωστούς βασιλιάδες τον Γόρδιο και τον Μίδα, ο κύριος όγκος τους, όμως, είχε μεταναστεύσει ήδη πολύ νωρίτερα στη βορειοδυτική Μικρά Ασία.

Ίσως, λοιπόν, αυτή η φυλετική συγγένεια να εξηγεί το γεγονός ότι η μεν Εκάβη, η πρώτη σύζυγος του Πριάμου, του μυθικού βασιλιά των Τρώων ήταν Φρύγισσα από τη Φρυγία της Μικράς Ασίας, η δε δεύτερη σύζυγος του Πριάμου, μια βασίλισσα όμορφη σαν τις θεές του Ολύμπου, είχε γεννηθεί στην Αισύμη, όπου είχαν απομείνει όσοι Φρύγες δεν είχαν φύγει για τη Μικρά Ασία. Ας ακούσουμε, όμως τον Όμηρο να μας μιλάει για τη βασίλισσα αυτής εδώ της πόλης, στην Θ’ Ραψωδία της Ιλιάδας του: «…Είπε, κι' έριξε άλλη μια σαϊτα από τη νευρά του αντίκρυ στον Έκτορα, και η καρδιά του λαχταρούσε να τον πετύχει. Εκείνον δεν τον πέτυχε, χτύπησε όμως με το βέλος του τον αψεγάδιαστο Γοργυθύωνα, το δυνατό γιο του Πρίαμου, κατάστηθα. Αυτόν τον γέννησε μάνα πού είχε έρθει νύφη από την Αισύμη, η όμορφη Καστιάνειρα, στο κορμί όμοια με τις θεές- κι έγειρε το κεφάλι του από τη μια μεριά, σαν παπα­ρούνα μέσα σε κήπο, πού έχει βαρύνει από το σπόρο της και από τις ανοιξιάτικες δροσοσταλίδες. Έτσι από τη μια μεριά έγειρε το κεφάλι του, καθώς το βάραινε ή περικεφαλαία».

Εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, άκμασε μια από τις αρχαιότερες πόλεις της Βορείου Ελλάδος, η Αισύμη, όπως λεγόταν στην ομηρική περίοδο, που έγινε αργότερα Οισύμη, κτισμένη στην καλά προφυλαγμένη από τους ανέμους νοτιοδυτική παραλία του κόλπου των Ελευθερών, στους νότιους πρόποδες του Συμβόλου όρους, το οποίο, εκείνη την εποχή, ονομαζόταν Βίβλινα όρη, ολόκληρη δε η περιοχή του Βιβλία Χώρα, όπου και παραγόταν ο περίφημος στην αρχαιότητα βίβλινος οίνος. Όλη η περιοχή ήταν πλούσια σε γεωργικά αγαθά, ναυπηγήσιμη ξυλεία και πολύτιμα μέταλλα και γι’ αυτό η πόλη άκμασε ήδη κατά την απώτερη αρχαιότητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δώσει επίσημη σύζυγο στον ισχυρότερο βασιλιά της Ανατολικής Μεσογείου, τον Πρίαμο της Τροίας.

Το όνομα της πόλης το βλέπουμε συχνά γραμμένο πάνω στις σφραγίδες που υπήρχαν στους λαιμούς των αρχαίων αμφορέων με τον βίβλινο οίνο που παραγόταν στα εύφορα αμπέλια της, όπως είναι μια σφραγισμένη λαβή αμφορέα με την επιγραφή ΟΙ- ΣΥΜΑΙΩΝ/ ΠΑΝΤΙΜΟΥ που βρήκε ο Γ. Μπακαλάκης στην πρώτη ανασκαφή στο εσωτερικό της αρχαίας πόλης, στα 1938 και μια δεύτερη ενσφράγιστη λαβή με πολύ φθαρμένο σφράγισμα ΟΙΣΥ ΜΑΙΩΝ, που βρέθηκε το 1968.

Η πόλη της εποχής του τρωικού πολέμου, που τα αρχαιολογικά ίχνη της φθάνουν, πράγματι, μέχρι την πρώιμη εποχή του σιδήρου, έδωσε τη θέση της, τον 7ο αιώνα π.Χ., σε μια από τις ισχυρότερες αποικίες της Θάσου, την οποία λίγο νωρίτερα είχαν αποικίσει άποικοι από το νησί της Πάρου. Ήδη από τις πρώτες επιφανειακές έρευνες της περιοχής, που είχαν γίνει προπολεμικά από τον Γ. Μπακαλάκη και τον P. Collart, είχαν επισημανθεί στην ακρόπολη οι περίβολοι των τειχών, καθώς και λείψανα κτιρίων στο εσωτερικό των περιβόλων, είχε όμως εντοπιστεί και η επέκταση της αρχαίας πόλης έξω από τον περίβολο, στις νοτιοανατολικές υπώρειες του λόφου της ακρόπολης, προς το φυσικό λιμάνι.

Στα τείχη της αρχαίας ακρόπολης έχουν επιση­μανθεί δύο κτηριακές φά­σεις. Κατά την αρχαιότερη, που είναι παρόμοια με αυ­τή της Νεάπολης (Καβάλα) και της Αντισάρας (Καλαμίτσα), έχουν χρησιμοποιη­θεί πλίνθοι από τοπικό γρα­νίτη. Στη δεύτερη, οι πλίν­θοι από γρανίτη είναι ορθογωνισμένοι και πιο προσε­κτικά λαξευμένοι.

Στην κορυφή του λόφου υπήρχε κτισμένος ένας αρχαϊκός ναός, που χρονολογείται στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Οι ανασκαφές που έγιναν σ’ αυτόν, (παρά τις μεγάλες καταστροφές που προξένησαν οι Βούλγαροι, όταν, στα τέλη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εγκατέστησαν εκεί στρατιωτικές εγκαταστάσεις), αποκάλυψαν, ανάμεσα σε άλλα ευρήματα, και πολλά πήλινα ειδώλια, που απεικονίζουν μια γυναικεία μορφή, καθώς και νομίσματα με τη λέξη "ΟΙΣΥΜΑΙΩΝ" και με παράσταση της κρανοφόρου Αθηνάς. Έτσι, οι επιστήμονες δεν έχουν πια καμιά αμφιβολία, για το ότι στην ακρόπολη της Οισύμης λατρευόταν μια γυναικεία θεότητα, που δεν ήταν άλλη από την Αθηνά, η οποία, ως διάδοχος της θεάς των μυκηναϊκών ακροπόλεων, επιβιώνει ω: Αθήνα Πολιούχος στις ακροπόλεις των ελληνικών πόλεων, διατηρώντας παράλληλα χαρακτηριστικά της προελληνικής μητριαρχικής θεότητας.


Πράγματι, όπως έδειξαν οι ανασκαφές, στις αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα οι αρχαιότεροι ναοί της θεάς, τόσο στη μητρόπολη Θάσο, όσο και στην αποικία της Οισύμη, καταστράφηκαν κι αντικαταστάθηκαν από νέους. Στην ακρόπολη της Οισύμης, ο αρχαϊκός ναός αντικαταστάθηκε από ένα μεγαλύτερο και μνημειακότερο ναό. Η ανέγερση νέων ναών στα αρχαιότερα ιερά (δηλ αυτά της Αθηνάς), και στη μητρόπολη και στην αποικία, εντάσσεται, πιθανότατα, σ’ ένα ευρύτερο, κτιριακό πρόγραμμα, που πρα­γματοποιήθηκε συγχρόνως στη μητρόπολη και στην αποικία και το οποίο δεν πρέπει να ήταν άσχετο με τη γενική ανασυγκρότηση της Θάσου, μετά τους Περσικούς πολέμους. Πρόκειται, άλλωστε, για ένα γενικότερο φαινόμενο του ελληνικού κόσμου, που συνδέεται με τις καταστροφές των πόλεων και των ιερών τους στη διάρκεια Περσικών πολέμων, που τις ξέρουμε καλά από την ακρόπολη των Αθηνών, και στο οποίο θα μπορούσε να ενταχθεί επίσης η ανέγερση του μεγάλου ιωνικού ναού της Παρθένου στη Νεάπολη και του αντί­στοιχου ναού στη Θέρμη. Όπως, επίσης, και στη Θάσο έτσι και στην Οισύμη, η κατασκευή του νεότερου, μνημειακού ναού πρέπει να είναι σύγχρονη με εργασίες που έγιναν στα τείχη και των δύο πόλεων. Στη Θάσο, τα γκρεμισμένα από τον Ιστιαίο τείχη επανακατασκευάζονται την ίδια εποχή με την ανέγερση του νέου ναού της Αθηνάς Πολιούχου. Στην Οισύμη, ο βόρειος περίβολος, ο οποίος επεκτείνει την οχύρωση της ακρόπολης ως τους πρόποδες του λόφου, εμφανίζει την ίδια τοιχοδομία με το ναό της νεότερης φάσης, με τον οποίο πρέπει να είναι σύγχρονος



Το αρχαϊκό και κλασσικό νεκροταφείο, που εντοπίστηκε το 1964 στους αμμόλοφους της παραλίας, νότια της αρχαίας ακρόπολης και δυτικά του βυζαντινού φρουρίου, έφερε στο φως πλούσια ευρήματα των 7ου, 6ου και 5ου αι. π.Χ. Τα κτερίσματα και τ’ αγγεία, από διάφορα εργαστήρια του αρχαϊκού, ελληνικού κόσμου, επιβεβαιώνουν τις πολιτιστικές κι εμπορικές σχέσεις της Οισύμης με τον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο, τη Μ. Ασία, τη Ρόδο, την Πάρο, την Αθήνα, την Κόρινθο. Ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα είναι ένας μεγάλος, αμφορέας από το νήσο Μήλο, ένα αγγείο του δευτέρου μισού του 7ου αιώνα π.Χ.


Κεραμική και νομίσματα που βρέθηκαν στο ναό και στο γύρω χώρο δείχνουν τη συνέχεια ζωής του ναού και κατά τον 4ο αι. π.Χ. Στα μέσα περίπου αυτού του αιώνα, (357 – 353 π.Χ.), η Οισύμη κατακτήθηκε από το Φίλιππο Β' και λίγο αργότερα το όνομά της άλλαξε σε Ημαθία. Μια τέτοια αλλαγή ονόματος της πόλης, βέβαια, δεν μπορεί παρά να συνδέεται με μια εκτεταμένη εγκατάσταση δυτικομακεδόνων αποίκων, πράγμα, όμως, που δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί ανασκαφικά.




Ελληνιστική κεραμική και νομίσματα της Αμφίπολης, της Θεσσαλονίκης και των τελευταίων Μακεδόνων βασιλέων, (Φιλίππου Ε' και Περσέως), δείχνουν ότι ο ναός της ακρόπολης συνέχισε να υπάρχει και κατά το 2ο αι. π.Χ., αλλά και στη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων, μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ.



Η τελευταία κτιριακή φάση στο λόφο της Οισύμης φαίνεται σ’ ένα μεταγενέστερο, μικρό κτίσμα, ένα μικρό, βυζαντινό ναίσκο, της εποχής του Λέοντος ΣΤ' Σοφού (886-912 μ.Χ.), ενώ θραύσματα αγγείων χρονολογούν τη συνέχιση της ζωής στο λόφο αυτόν μέχρι και το 12ο αι. μ.Χ., τότε που στο σημείο που βρισκόμαστε ακμάζει πια η βυζαντινή Ανακτορούπολη, πάνω στο λαιμό της χερσονήσου του Βρασίδα.


Στο λόφο, λοιπόν, βορειοανατολικά από την ακρόπολη της αρχαίας Οισύμης, αναπτύχθηκε στα μεσαιωνικά χρόνια η Ανακτορόπολη. Τείχη πάχους 2 μ. και ύψους περίπου 6,5 μ., που σχηματίζουν περίβολο σε σχήμα ακανόνιστου τραπεζίου με περίμετρο γύρω στα 540 μ., περικλείουν τη μικρή πόλη.



Η τοιχοδομία, παρόμοια με αυτή άλλων μνημείων της περιόδου από τους Κομνηνούς μέχρι τους Παλαιολόγους, τα όστρακα εμφιαλωμένων αγγείων του 13ου αι. μ.Χ. και τα σκυφωτά νομίσματα του Αλεξίου Γ' (1195-1203), που βρέθηκαν σε κιβωτιόσχημο τάφο του νεκροταφείου της Ανακτορόπολης, οδηγούν σε μια χρονολόγηση του φρουρίου μέσα στο 12ο αι. μ.Χ.

Σημαντικό, επίσης, στοιχείο είναι η επιγραφή του νοτίου τείχους "ΜΕΓΑΛΟΥ ΔΟΥΚΩΣ ΜΙΝΙ ΙΟΥΛΙΟ ΙΣ ΤΑΣ Η".Το αξίωμα του Μεγάλου Δούκα, διοικητή του αυτοκρατορικού στόλου, εμφανίζεται επί Αλεξίου Α' (1081-1118). Ποιος όμως είναι ο Μέγας Δούκας της επιγραφής του φρουρίου της Ανακτορόπολης; Συγκρίσεις και μελέτες οδηγούν στον Ανδρόνικο Κοντοστέφανο. Ήταν τα χρόνια που στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης βρισκόταν ο Μανουήλ Α' Κομνηνός, ο οποίος προσπαθούσε να ανασυγκροτήσει το βυζαντινό στόλο, έργο στο οποίο σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισαν οι Μεγάλοι Δούκες Στέφανος και Ανδρόνικος Κοντοστέφανος. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το φρούριο της Ανακτορόπολης, κτισμένο ανάμεσα στα χρόνια 1167-1170, στο βάθος του ασφαλέστατου φυσικού λιμανιού, εξυπηρέτησε αυτή την προσπάθεια των δύο Μεγάλων Δουκών κι αποτέλεσε ορμητήριο μοίρας του στόλου του Βυζαντίου, που προστάτευε τα παράλια του Β./ Αιγαίου από πειρατές κι επιδρομείς.

Λίγα χρόνια πριν την τουρκική κατάκτηση, (στα 1345 μ.Χ.), όταν ο Στέφανος Δουσάν, κράλης της Σερβίας, εκμεταλλεύθηκε την εμφύλια διαμάχη του Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Καντακουζηνού και κατέλαβε πολλές περιοχές της Ανατολ. Μακεδονίας, δημιουργώντας τη σερβική ηγεμονία των Σερρών, δεν μπόρεσε να καταλάβει την Ανακτορόπολη, η οποία παρέμεινε σε βυζαντινά χέρια.

Αυτή την πόλη, στα 1350 μ.Χ. κάποιος Αλέξιος από τη Βιθυνία της Μ. Ασίας την χρησιμοποίησε ως ορμητήριο, για να λυμαίνεται τα παράλια του βορείου Αιγαίου.

Τον Μάρτιο του 1357, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος εξέδωσε Προνόμιο και με οριστικό, κληρονομικό τίτλο παραχώρησε την Χρυσόπολη, την Ανακτορόπολη και τη Θάσο στ’ αδέλφια Αλέξιο, μεγάλο πριμηκίριο και Ιωάννη, πρωτοσέβαστο, μάλλον ως βραβεία για τους αγώνες τους κατά των Σέρβων.

Σε Πρόσταγμα του επόμενου χρόνου (Φεβρουάριος 1358) μνημονεύονται και πάλι, ο μεν Αλέξιος ως μεγάλος στρατοπεδάρχης ο δε Ιωάννης ως μεγάλος πριμηκήτιος, προαγωγή που τους αποδόθηκε μάλλον για την κατάληψη και της Χριστουπόλεως.

Δεκαπέντε περίπου χρόνια αργότερα πέθανε ο Αλέξιος και ο Ιωάννης, μοναδικός πια κληρονόμος, έγραψε στο μοναστήρι του Παντοκράτορα τη διαθήκη του, με την οποία παραχωρούσε στη μονή τις κτήσεις του στη Θάσο (1384). Η Ανακτορόπολη, όμως, και οι γύρω περιοχές είχαν ήδη υποκύψει στον Τούρκο κατακτητή.

Λίγα λόγια, τέλος, για την εκκλησιαστική ιστορία της βυζαντινής πολιτείας. Η Ανακτορόπολη υπήρξε επισκοπή της Μητρόπολης Φιλίππων, ο δε Επίσκοπος της σε Τακτικό (μεταξύ 901 και 907 μ.Χ.) του Λέοντος Σοφού αναφέρεται για πρώτη φορά ως επίσκοπος Αλεκτρυοπόλεως. Έκτοτε, σε Τακτικά, σε Πρακτικά και σε Επιστολές, αναφέρεται ως Αλεκτρυοπόλεως (913-959,980), ως Αλεκτοροπόλεως (1081, μετά το 1261), ως Ανακτοριουπόλεως (1207-1235) και ως Ελευθερουπόλεως (1212,1395). Σε Τακτικό του β' μισού του 15ου αιώνα η Ελευθερουπόλεως αναφέρεται ως μοναδική επισκοπή της Μητρόπολης Φιλίππων, μετά την εξαφάνιση της οποίας η Επισκοπή Ελευθερουπόλεως μεταφέρθηκε στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Δράμας. Το 1889 η επισκοπή Ελευθερουπόλεως προβιβάστηκε σε Μητρόπολη, η έδρα της, όμως, που στη διάρκεια της τουρκικής κατάκτησης βρισκόταν κατά πάσα πιθανότητα στις Ελευθερές, είχε ήδη πριν από το 1759 μεταφερθεί στο Πράβι (σημερ. Ελευθερούπολη), διότι τότε ανεγέρθηκε στο Πράβι το κτίριο της (παλιάς) Μητροπόλεως και ο Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου.


ΘΟΔΩΡΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΛΥΜΠΕΡΑΚΗΣ

----------------------------------------------------------------------------------------------------
Επισήμανση του Blog:
Eυχαριστώ των κ.Θεόδωρο Λυμπεράκη για το παραπάνω άρθρο και τις πληροφορίες  σχετικά με την Αρχαία Οισύμη.
Επίσης ευχαριστώ τους φίλους του γκρουπ στο facebook Νεα Περαμος-Nea Peramos για την παροχή φωτογραφικού υλικού

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου