Σάββατο 23 Μαΐου 2015

ΤΑΦΙΚΑ ΑΓΓΕΙΑ ΤΗΣ «ΜΗΛΙΑΚΗΣ» ΟΜΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΛΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΟΙΣΥΜΗΣ





Θέλοντας να αποκτήσουν μόνιμα ερείσματα στην προσοδοφόρα περιοχή του Παγγαίου οι Πάριοι άποικοι της Θάσου πέρασαν από νωρίς στην απέναντι στεριά, όπου ίδρυσαν μια σειρά από μικρές αποικίες και εμπορικούς σταθμούς ήδη από το γ ́ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ.Μία από τις πρωιμότερες ήταν η Οισύμη, η ίδρυση της οποίας ανάγεται στις πρώτες δεκαετίες του β ́ μισού του 7ουαι. π.Χ.,και αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες και πλουσιότερες πόλεις της θασιακής περαίας.

Στη νεκρόπολη που εκτείνεται στην αμμώδη παραλία της Νέας Περάμου, στον κόλπο
των Ελευθερών, και βρίσκεται νότια του λόφου με τα λείψανα του αρχαίου οικισμού
έγιναν ανασκαφικές έρευνες σε διάφορες περιόδους κατά τη δεκαετία του 1960 και περιστασιακά τα επόμενα χρόνια Οι αρχαιότερες ταφές συμπίπτουν χρονολογικά με την ίδρυση της αποικίας και οι νεότερες ανάγονται στα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Παρατηρείται ποικιλία ως προς τα είδη των τάφων και των ταφικών πρακτικών, παρόμοια με εκείνη που απαντά επίσης στα παράλια νεκροταφεία άλλων αποικιών της θρακικής ακτής (Άργιλος, Γαληψός, Άβδηρα, Στρύμη), καθώς και της Χαλκιδικής (Μένδη, Πολύχρονο, Τορώνη, Άκανθος). Ειδικότερα, αποκαλύφθηκαν ενταφιασμοί ενηλίκων σε πήλινες σαρκοφάγους-λάρνακες, σε λακκοειδείς και κιβωτιόσχημους τάφουςκαθώς και ελεύθερες κτερισμένες ταφές πάνω στην
άμμο, παράλληλα με εγχυτρισμούς και δευτερογενείς καύσεις μέσα σε διάφορα αγγεία (πίθους, αμφορείς) που χρησίμευσαν ως τεφροδόχα Αριθμητικά, οι ενταφιασμοί υπερτερούν των καύσεων και αποτελούν τον κανόνα από τα τέλη του 6ου
και στη διάρκεια του 5ουαι. π.Χ. Τα παιδιά ενταφιάζονταν μέσα σε αγγεία ποικίλων σχημάτων και μεγεθών, συνοδευόμενα από περιορισμένο αριθμό κτερισμάτων

Η συνήθεια της χρήσης διακοσμημένων αγγείων «πολυτελείας» ως τεφροδόχων φαίνεται ότι ήταν αρκετά διαδεδομένη στη Θάσο και τις αποικίες της τόσο στα αρχαϊκά όσο και στα κλασικά χρόνια,μία πρακτική την οποία γνωρίζουμε και από τη μητρόπολή της, την Πάρο,κατά την υστερογεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο.

Οπωσδήποτε, ο ιδιαίτερος και δαπανηρός αυτός τρόπος κήδευσης υποδηλώνει μια ξεχωριστή αντίληψη, που ταυτόχρονα διαφοροποιεί ως ένα βαθμό τους συγκεκριμένους νεκρούς
Από τη μία, οι «ηρωικές» καταβολές της καύσης των νεκρών και, από την άλλη, η περιορισμένη εφαρμογή της μάς επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι η εν λόγω ταφική πρακτική πιθανόν υιοθετούνταν για σημαντικούς νεκρούς, είτε αυτοί ανήκαν στην ανώτερη κοινωνικά και οικονομικά τάξη είτε είχαν επιτελέσει κάποια ανδραγαθήματα σε καιρό ειρήνης ή πολέμου. Ιδιαίτερα, ο θάνατος στη μάχη
αποτελούσε ένα ξεχωριστό γεγονός, που συνδεόταν άμεσα με την ανδρεία και τον ηρωισμό του νεκρού πολεμιστή.

Ως τεφροδόχα (για καύσεις ενηλίκων) ή ταφικά (για ενταφιασμούς-εγχυτρισμούς παιδιών) σκεύη πρέπει να χρησιμοποιήθηκαν και ορισμένα από τα εισηγμένα «μηλιακά» αγγεία που βρέθηκαν στο νεκροταφείο της Οισύμης. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τους δύο σχεδόν ακέραιους αμφορείςπου εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καβάλας και ίσως για τα θραύσματα από ορισμένους άλλους αμφορείς που φυλάσσονται, μαζί με τα υπόλοιπα ευρήματα, στο ίδιο μουσείο. Ενδιαφέρον προκαλεί τόσο ο διακοσμητικός πλούτος όσο και η θεματική πολυμορφία των συγκεκριμένων αγγείων, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό της ομάδας αυτής και επαληθεύεται από τη «μοναδικότητα» και την πρωτοτυπία ορισμένων
από τις εικονιστικές παραστάσεις τους.Δύο άλλα γνωρίσματα, η ρυθμική επανάληψη των επιμέρους μοτίβων και η συμμετρία των συνθέσεων, δεν αλλοιώνουν τη ζωντάνια που αποπνέουν οι σκηνές των «μηλιακών» αγγείων στο σύνολό τους.

Τα σωζόμενα δείγματα από την Οισύμη ενισχύουν την παραπάνω εικόνα και προσφέρουν νέα στοιχεία για την επινοητικότητα και τη δημιουργική διάθεση των Παριανών κεραμέων.Στα περισσότερα από τα «μηλιακά» όστρακα που βρέθηκαν διάσπαρτα ανάμεσα στους νεότερους τάφους του παράλιου νεκροταφείου, διακρίνονται κυρίως φυτικά και άλλα διακοσμητικά μοτίβα, ανάμεσά

τους και τα πιο χαρακτηριστικά της κατηγορίας αυτής, όπως μεγάλοι έλικες, μεγάλοι φυλλωτοί ρόδακες και μικρότεροι στικτοί,καθώς και οφθαλμοί. Σε ορισμένα μόνο σώζονται τμήματα ανθρώπινων μορφών και αλόγων, που μαρτυρούν την ύπαρξη εικονιστικών συνθέσεων. Δυστυχώς, οι παραστάσεις είναι πολύ αποσπασματικές, ώστε δεν μπορεί να διαπιστωθεί αν απεικονίζονταν γνωστές μυθολογικές ή απλώς γενικού χαρακτήρα αφηγηματικές σκηνές.

Στο όστρακο με Αρ. ευρ. Α 2000 (Εικ. 1, Πίν. V)από τον λαιμό και τον ώμο μεγάλου αμφορέα, σώζονται τα πίσω πόδια και οι ουρές τεσσάρων αλόγων που σέρνουν ένα άρμα προς τα δεξιά. Από το όχημα διακρίνονται μόνον ο ρυμός και τμήμα του δίφρου με τον τροχό. Από τον επιβάτη ή τους πιθανόν δύο επιβάτες του άρματος δεν διατηρούνται παρά ελάχιστα ίχνη. Στον ώμο σώζεται το κεφάλι γυναικείας μορφής προς τα δεξιά.Η απεικόνιση ενός τεθρίππου στο λαιμό «μηλιακού» αμφορέα δεν μας είναι γνωστή από άλλα παραδείγματα, αν και σε έναν αμφορέα από τη Ρήνεια παριστάνεται μια συνωρίδα στην οποία επιβαίνει ζευγάρι άνδρα και γυναίκας. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο στο εν λόγω θραύσμα τα ζώα παριστάνονταν με πτέρωμα, ωστόσο, τέθριππα με φτερωτά άλογα εικονίζονται ορισμένες φορές στην κύρια
παράσταση στο σώμα «μηλιακών» αμφορέων με μυθολογικές σκηνές.

 Θα παρουσιάσουμε πιο αναλυτικά τους δύο ακέραιους αμφορείς, οι οποίοι έχουν ενδιαφέρον από εικονογραφική και τεχνοτροπική άποψη. Ο αμφορέας με Αρ. ευρ. Α 1892(σωζ.ύψ.: 0,317 μ., διάμ. χείλους: 0,162 μ., διάμ. βάσης: 0,088 μ.) βρέθηκε κατά την ανασκαφή του 1964 στην αρχική θέση του και περιείχε τα καμένα οστά νεκρού από δευτερογενή καύση, χωρίς άλλα κτερίσματα. Σώζεται σχεδόν ολόκληρος, ενώ λείπει μόνο το μεγαλύτερο τμήμα του λαιμού το οποίο έχει συμπληρωθεί (Εικ. 2, 3, Πίν. V). Οι λαβές του έχουν συγκολληθεί. Σε αρκετά σημεία η επιφάνειά του είναι φθαρμένη και το υπόλευκο επίχρισμα απολεπισμένο. Αρκετά καλά σώζεται το επίθετο ιώδες χρώμα που τονίζει διάφορες λεπτομέρειες, όπως τις χαίτες και τα φτερά των αλόγων, το λοφίο του πετεινού, τις λαβές του τρίποδα.



Το αγγείο με τον πλατύ κυλινδρικό λαιμό, το έντονα ωοειδές σώμα με τις «δίδυμες» οριζόντιες τοξωτές λαβές και τη χαμηλή κυλινδρική βάση εντάσσεται παρά το αρκετά ασυνήθιστο σχήμα του στη σχετικά ολιγάριθμη ομάδα των «μηλιακών» αμφορέων (ή πιθαμφορέων) που χρονολογούνται από το β ́ τέταρτο έως και τα τέλη του 7ουαι. π.Χ. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα γνωρίσματα των αγγείων αυτών, δύο αμυγδαλωτά μάτια με φρύδια που σχεδιάζονται κάτω από τα τόξα των λαβών και συνοδεύονται από ζεύγος μεγάλων ελίκων ακριβώς από κάτω τους, υπάρχει και στον αμφορέα της Οισύμης (Εικ. 4, Πίν. V). Είναι προφανής η πρόθεση της δήλωσης ενός σχηματοποιημένου αλλά εκφραστικού προσωπείου. Στον λαιμό, διαμορφώνονται δύο ορθογώνιες μετόπες που χωρίζονται από κάθετα διαγραμμισμένα πλαίσια. Στη μία απεικονίζεται μια Σφίγγα στραμμένη προς τα δεξιά και καθισμένη στα πίσω πόδια. Στην άλλη είχαν αποδοθεί ενωμένες θέουσες ελικόσπειρες σε 

δύο οριζόντιες σειρές με κυκλάκια ανάμεσά τους. Στην ένωση του λαιμού με το σώμα
υπάρχει μια ταινία που περιβάλλει όλο το αγγείο με σχηματοποιημένα ρόδια που κρέμονται από το μίσχο τους. Στη μία όψη της κοιλιάς (Εικ. 2, Πίν. V) παριστάνονται δύο ψιλόλιγνα φτερωτά άλογα προς τα δεξιά, το ένα δίπλα στο άλλο. Από το δεύτερο άλογο διακρίνονται καθαρά μόνον η ουρά, τα πόδια και το κεφάλι. Στο δεξιό άκρο της παράστασης έχει απεικονιστεί ένας τριποδικός λέβητας. Στην άλλη όψη παριστάνεται ένας μνημειακού μεγέθους πετεινός προς τα δεξιά, ο οποίος αποτελεί το μοναδικό εικονιστικό θέμα της όψης αυτής και καταλαμβάνει σχεδόν όλο το χώρο της διακοσμητικής μετόπης (Εικ. 3, Πίν. V).

Το βάθος των σκηνών και στις δύο πλευρές είναι γεμάτο με φυτικά (στικτός και φυλλωτοί ρόδακες) και γεωμετρικά (ρόμβοι με πλέγμα, σταυρομαίανδροι, ζεύγη ελίκων σε συνδυασμό με διάγραμμα τρίγωνα, γλωσσίδια) σχέδια. Ακριβώς κάτω από τις παραστάσεις υπάρχουν τέσσερις ανισοπαχείς καστανές ταινίες, ακολουθεί μία ζώνη με συνεχόμενο μαίανδρο, μετά μία ακόμη συστάδα από τέσσερις λεπτές ταινίες και, τέλος, μία ζώνη με ζεύγη μεγάλων ελίκων που ενώνονται με δικτυωτούς ρόμβους (Εικ. 4, Πίν. V). Η ράχη των λαβών και το ανάγλυφο στέλεχος, στο οποίο απολήγουν,
κοσμούνται με ενάλληλες γωνίες («ψαροκόκκαλο»), όπως και τα κάθετα διαχωριστικά πλαίσια που υπάρχουν ανάμεσα σε αυτές και τις κύριες εικονιστικές συνθέσεις. Όλα αυτά τα παραπληρωματικά μοτίβα είναι χαρακτηριστικά για τη διακόσμηση των μικρών και των μεγάλων «μηλιακών» αγγείων, καθώς χρησιμοποιούνται σε εντυπωσιακό βαθμό, καλύπτοντας όλο σχεδόν τον ελεύθερο χώρο ανάμεσα στις μορφές.
Μπορεί ο μικρός αμφορέας της Οισύμης να μη φέρει αφηγηματικές παραστάσεις, τα επιμέρους εικονογραφικά θέματα που τον διακοσμούν φανερώνουν, ωστόσο, έντονη επίδραση από τον κόσμο της Ανατολής, κυρίως οι μιξογενείς μορφές της Σφίγγας και των φτερωτών αλόγων αλλά και ο ανατολικής προέλευσης «εξελληνισμένος» τριποδικός λέβητας. Η παρουσία του τελευταίου, σε συνδυασμό με τις μορφές των αλόγων και του πετεινού, είναι, επιπλέον, ενδεικτική του αγωνιστικού πνεύματος που υποβάλλεται μέσα από την απεικόνιση και των τριών αυτών θεμάτων.


Η έμμεση δήλωση μιας αθλητικής αναμέτρησης, όπως προβάλλεται με τα συγκεκριμένα εικονογραφικά μοτίβα, θα μπορούσε να έχει και νεκρικές προεκτάσεις, αν θεωρήσουμε ότι υπονοούνταν εδώ κάποιοι επιτάφιοι αγώνες προς τιμήν ενός επιφανούς νεκρού. Η απεικόνιση δύο αλόγων φέρνει στο νου τα δύο υποζύγια (ένα κύριο και ένα βοηθητικό, ο παρίορος) που είχαν στη διάθεσή τους οι ομηρικοί ήρωες και που απεικονίζονται συχνά στα αγγεία. Τόσο τα άλογα όσο και ο πετεινός
έχουν διττό συμβολικό χαρακτήρα, όπου συνυπάρχουν το αγωνιστικό και το νεκρικό-χθόνιο στοιχείo. Η μορφή του πετεινού δεν είναι γνωστή από άλλα «μηλιακά» ή κυκλαδίτικα αγγεία, αλλά εμφανίζεται περιστασιακά σε ορισμένα άλλα ανατολίζοντα κεραμικά εργαστήρια.

 
Ο μεγάλος αμφορέας με Αρ. ευρ. Α 3525 (Εικ. 1-2 ύψ.: 0,90 μ., διάμ. χείλους: 0,54 μ. διάμ. βάσης: 0,19 μ.) βρέθηκε το 1968 και περιείχε κτερίσματα που χρονολο
γούνται στο α ́ τέταρτο του 5ουαι. π.Χ., κάτι που δηλώνει τη διατήρηση του αγγείου αυτού ως κειμηλίου και την ταφική χρήση του τουλάχιστον ενάμιση αιώνα μετά από την εποχή της κατασκευής του. Στη μία όψη του λαιμού, παρά την κακή διατήρηση, διακρίνονται οι μορφές της Άρτεμης (με φαρέτρα και τόξο κρεμασμένα στη ράχη) και του Απόλλωνα προς τα αριστερά, ενώ αντικρυστά με αυτούς παριστάνονται τέσσερις γυναικείες μορφές. Στην άλλη πλευρά του λαιμού, έχουν σχεδιαστεί ζεύγη μεγάλων ελίκων σε κάθετη διάταξη με ιώδεις «δεσμούς», ημιανθέμια και δικτυωτά διάχωρα ανάμεσά τους (Εικ. 3). Η κύρια, προφανώς, όψη του σώματος είναι πολύ φθαρμένη και συμπληρωμένη με γύψο. Από την παράστασή της διατηρούνται μόνο τα πίσω πόδια των αλόγων ενός τεθρίππου, ο τροχός και ίχνη δύο μορφών πάνω στο δίφρο. Στην καλύτερα σωζόμενη παράσταση της άλλης πλευράς, επίσης στην κοιλιά του αγγείου, εικονίζονται δύο αντωπά άλογα που πλαισιώνουν ένα σύνθετο φυτικό κόσμημα, αποτελούμενο από καρδιόσχημες έλικες, ανθέμια και δικτυωτό πλέγμα
(Εικ. 4). Η συμμετρική σύνθεση των αντικρυστών αλόγων είναι ιδιαίτερα αγαπητή στη «μηλιακή» αγγειογραφία και, μάλιστα, προτιμάται στους μεγάλους αμφορείς για τη διακόσμηση της οπίσθιας ή δευτερεύουσας όψης. Ένας καταιγισμός από διακοσμητικά μοτίβα, όπου ξεχωρίζουν οι μεγάλοι φυλλωτοί ρόδακες, γεμίζει το βάθος της σκηνής. Η παράσταση ορίζεται πάνω και κάτω από ταινία με γλωσσωτό κόσμημα. Ασυνήθιστο είναι το μοτίβο στο χώρο των λαβών, με ζεύγη οριζόντιων ελίκων και μεγάλα ανθέμια ανάμεσα, αντί για τους καθιερωμένους οφθαλμούς. Μία ζώνη από έλικες με ανθέμια και δικτυωτά πλέγματα περιτρέχει το κάτω τμήμα του σώματος.

Σχετικά με την αρχική προέλευση και τον τόπο παραγωγής των λεγόμενων «μηλιακών» αγγείων, τόσο οι χημικές αναλύσεις (νετρονική ενεργοποίηση)
όσο και τα ευρήματα από το αρχαϊκό νεκροταφείο της Πάρου επιβεβαιώνουν την άποψη ότι πρόκειται για προϊόντα παριανών κεραμικών εργαστηρίων και ότι κατασκευάζονταν με παριανό πηλό. Γνωρίζουμε, βέβαια, ότι αγγεία της ομάδας αυτής έχουν βρεθεί σε διάφορες περιοχές, όχι μόνο στις Κυκλάδες (Ρήνεια, Δήλος, Νάξος, Μύκονος) αλλά και στη Βόρεια Αφρική (Ταύχειρα/Τεύχειρα –σημ. Tocra). Πρόκειται, επομένως, για μια αρκετά δημοφιλή κεραμική κατηγορία και τη μοναδική από τα κυκλαδικά εργαστήρια, τα
προϊόντα της οποίας διακινούνταν και εκτός Κυκλάδων. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι ορισμένα από τα «μηλιακά» αγγεία που βρέθηκαν εκτός Πάρου δεν έχουν κατασκευαστεί από παριανό πηλό, οι κεραμείς τους, ωστόσο, πρέπει να ήταν Πάριοι άποικοι ή περιοδεύοντες τεχνίτες από την Πάρο, που εργάστηκαν στα μέρη αυτά. Θα πρέπει, λοιπόν, να θεωρούμε τα συγκεκριμένα αγγεία σε μεγάλο βαθμό ως «παριανές» δημιουργίες, παρά τις όποιες τοπικές διαφοροποιήσεις τους.

Iδιαίτερα για τα «μηλιακά» αγγεία που ήρθαν στο φως τόσο στη Θάσο όσο και στις
αποικίες της, είναι προφανές ότι υπάρχουν εξίσου εισηγμένα αγγεία από την Πάρο, καθώς και μιμήσεις τους κατασκευασμένες από θασιακό πηλό, ωστόσο η έρευνα για τη διάκριση των προϊόντων κάθε ομάδας βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο και οι συγκριτικές αναλύσεις πηλών είναι προς το παρόν περιορισμένες
Σχετικά με τους δύο αμφορείς και τα άλλα θραύσματα της «μηλιακής» ομάδας από το
νεκροταφείο της Οισύμης, η παρουσία τους δεν αφήνει αμφιβολίες ότι οι Πάριοι άποικοι μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα όχι μόνον τις συνήθειες και τις παραδόσεις τους αλλά και την προηγμένη τεχνογνωσία που κατείχαν σε διάφορους τομείς, ιδιαίτερα στη γλυπτική και την κεραμική. Επιπλέον, αν και χρονολογούνται προς το τέλος της παραγωγής των «μηλιακών» αγγείων, στο τελευταίο τέταρτο του 7ου
αι. π.Χ., ωστόσο αποτελούν μία από τις πρωιμότερες και πιο χαρακτηριστικές κατηγορίες εισηγμένων αγγείων στην αρχαία Οισύμη.

Ελένη Μανακίδου


 Υ.Γ.Το παρών θέμα δημοσιευθηκε κατοπην αδειας της επ.καθ. του Αριστοτελιου Πανεπιστημιου Θεσσαλονικης κ.Ελενης Μανακιδου.
Προσωπικά την ευχαριστώ πολύ που με έδωσε την άδεια να αναδημοσιεύσω ένα τόσο πολύ σημαντικό έργο που αφορά την περιοχή μας.
Το ολοκληρωμενο εργο-θεμα θα το βρειτε στο site http://ikee.lib.auth.gr/record/259717/files/THREPTERIA_Contributors_Manakidou.pdf