Το νεκροταφείο της αρχαίας Οισύμης, αποικίας των Θασίων
στη λεγόμενη «θασιακή Περαία», ερευνήθηκε τμηματικά για πρώτη φορά το 1964
και στη συνέχεια το 1968. Βρίσκεται περίπου
200 μέτρα νότια της ακρόπολης και εκτείνεται στην παράλια ζώνη με τους αμμόλοφους κοντά στη Νέα Πέραμο Καβάλας, στη δυτική πλευρά του κόλπου των Ελευθερών. Κατά την πρώτη
συστηματική ανασκαφική έρευνα (Ιούνιος 1964), απo καλύφθηκαν δεκαπέντε
ενταφιασμοί και 177 ταφές ή καύσεις μέσα σε αγγεία σε μία έκταση τεσσάρων
χιλιά-δων τετραγωνικών μέτρων
Κατά τη δεύτερη
(Σεπτέμβριος 1968), ερευνήθηκαν δεκαπέντε ταφές και δεκατρείς καύσεις σε μία έκταση πεντακοσίων τετραγωνικών μέτρων
Χρονολογούνται στα αρχαϊκά και τα κλασικά χρόνια, κυρίως στον 6ο
και 5ο αι., με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση στο
αʹ μισό του 5ου αι. π.Χ.
Στους ενταφιασμούς, οι νεκροί θάβονταν σε κιβωτιόσχημους
τάφους, πήλινες λάρνακες ή πήλινα κυλινδρικά
δοχεία, ενώ υπάρχουν και
ελεύθερες ταφές πάνω στην άμμο. Στην περίπτωση των καύσεων και των εγχυτρι-σμών
τα τεφροδόχα ή ταφικά αγγεία είναι πίθοι, αμφορείς, υδρίες, χύτρες και μία
πρόχους
Η Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη
διατύπωσε την άποψη ότι αρκετά από τα ταφικά αγγεία ίσως είχαν χρησιμοποιηθεί
για παιδικούς ενταφιασμούς και όχι για καύσεις ενηλίκων, κυρίως λόγω των
λιγοστών κτερισμάτων και του μικρού μεγέθους των αγγείων που περιείχανΔυστυχώς,
το σκελετικό υλικό ήταν πολύ κατεστραμμένο και λίγα μόνον οστά περισυλλέχθηκαν
στη διάρκεια εκείνων των ανασκαφών. Ανεξάρτητα από το είδος τους, οι
περισσότερες ταφές περιείχαν σχετικά περιορισμένο αριθμό κτερισμάτων, κυρίως
αγγεία, λίγα ειδώλια και μετάλλινα αντικείμενα (όπως μάχαιρες,
στλεγγίδες, κάτοπτρα και κοσμήμα-τα).
Ορισμένα κτερίσματα βρέθηκαν έξω από τα ταφικά αγγεία, ακόμη και έξω από
τους τάφους, και άλλα σε στρώματα πυράς. Ιδιαίτερα πρέπει να αναφερθεί ο μεγάλος αριθμός σπασμένων αγγείων, τα οποία συγκεντρώθηκαν
από τις επιχώσεις ανάμεσα στις ταφές ή από τα ανα μοχλευμένα χώματα των
συλλημένων ταφών και έχουν έντονα ίχνη θαλάσσιας διάβρωσης. Η γειτνίαση με τη
θάλασσα καθώς και οι λαθρανασκαφές είχαν ως αποτέλεσμα τη σε μεγάλο
βαθμό αλλοίωση της μορ-φής του νεκροταφείου
αυτού με την καταστροφή των τάφων, τη διάλυση των οστών και την κακή διατήρη-ση
των κτερισμάτων. Για τους παραπάνω λόγους είναι, επίσης, δύσκολο και σε
ορισμένες περιπτώσεις αδύνατο να αποκατασταθούν ολοκληρωμένα τα σύνολα
με τα συνευρήματα κάθε ταφής. Πάντως, η
γενική εικόνα στο ανασκαμμένο τμήμα του νεκροταφείου είναι ότι πρόκειtαι για λιτά κτερισμένες ταφές, στην πλειονότητά τους
παιδικές ή βρεφικές, με λίγα έως καθόλου κτερίσματα.
εικ1 Δύο αττικές κύλικες-σκύφοι της Ομάδας Λίνδου, Αρχαιολογικό Μουσείο Καβάλας A 5457, A 5458 |
«Μηλιακή»-παριανή
κεραμική
Ανάμεσα στα παλιότερα κεραμικά ευρήματα
συγκατα-λέγονται, όπως είναι αναμενόμενο, εκείνα που προέρχονται από τις
Κυκλάδες και συγκεκριμένα την Πάρο, μητρόπολη της Θάσου. Πρόκειται για αρκετά
θραύσματα και δύο σχεδόν ακέραιους πιθαμφορείς που ανήκουν στην ομάδα των λεγόμενων «μηλιακών» αγγείων για τα
οποία γνωρίζουμε, όμως, πλέον ότι ήταν προϊόντα παριανών εργαστηρίων. Ορισμένα από αυτά ήταν κτερίσματα, ενώ οι
πιθαμφορείς είχαν χρησιμοποιηθεί ως ταφικά
αγγεία, μάλλον για ενταφιασμούς παιδιών ή βρεφών παρά για καύσεις ενηλίκων. Κατά την ανασκα-φή του αρχαϊκού
νεκροταφείου της Πάρου βρέθηκαν, επίσης,
πολλοί «μηλιακοί» πιθαμφορείς σε δεύτερη χρήση. Ορισμένοι από αυτούς ήταν
σχεδόν ολόκληροι αλλά οι περισσότεροι σε θραύσματα και πρέπει να σχετίζονται με
εγχυτρισμούς παιδιών
Οι δύο πιθαμφορείς παρουσιάζουν ενδιαφέρον και από εικονογραφική άποψη. Ο
μικρότερος σε μέγεθος, που βρέθηκε το 1964, φέρει στη μία πλευρά της κοιλιάς δύο φτερωτά άλογα που κατευθύνονται σε τρίποδα,
ενώ την άλλη όψη του κοσμεί ένας υπερμεγέθης πετεινός
Και οι δύο αυτές συνθέσεις δεν συναντώνται πουθενά
αλλού στην κυκλαδική εικονογραφία. Ο μεγαλύτερος, εύρημα του 1968, έχει πιο
τυπική διακόσμηση σε σχέση με τους άλλους γνωστούς «μηλιακούς» αμφορείς, κυρίως
ως προς τη σκηνή με το τέθριππο στο σώμα, η οποία είναι όμως πολύ κατεστραμμένη
Στην πιο ασυνήθιστη σύνθεση στο λαιμό παριστάνονται ο Απόλλωνας, η Άρτεμη
πλαισιωμένη από πάνθηρες και τρεις ή τέσσερις γυναικείες μορφές που κρατούν
στεφάνια. Ανάλογες σκηνές ίσως υπήρχαν και
σε ορισμένα θραύσματα «μηλιακών» αμφορέων που βρέθηκαν στο νεκροταφείο
της αρχαίας Πάρου, κοντά στο λιμάνι της Παροικιάς, και
μπορεί να αποδίδουν την «επιφάνεια» των δύο αδελφών στις Δηλιάδες Κόρες
Η εύρεση δύο αττικών μελανόμορφων κυλίκων-σκύφων
της Ομάδας Λίνδου (εικ. 1α-β) και μίας ύστερης κορινθιακής κοτυλίσκης μέσα στον
μεγαλύτερο «μηλιακό» αμφορέα της Οισύμης, ίσως υποδεικνύει ένα νεαρής ηλικίας άτομο, αλλά
δεν μας βοηθά ιδιαίτερα για την ταύτιση του νεκρού. Ενδιαφέρουσα είναι, ωστόσο,
η διαπίστωση ότι, ενώ τα κτερίσματα αυτά
ανήκουν στο αʹ τέταρτο του 5ου προχριστιανικού αιώνα, το ίδιο το «μηλιακό»
αγγείο χρονολογείται στο τελευταίο τέταρ-το του 7ου αι. π.Χ., επομένως
προϋπήρχε τουλάχιστον έναν αιώνα πριν από την τελική, ταφική χρήση του
Η υπόθεση ότι αποτελούσε οικογενειακό κειμήλιο που
περνούσε από γενιά σε γενιά, για να ταφεί πολύ αργό-τερα μαζί με κάποιον
προσφιλή νεκρό, θα μπορούσε να έχει βάση, αν είχαμε και άλλα παρόμοια παραδείγμα-τα.
Προς το παρόν, δεν έχει εντοπιστεί κάτι ανάλογο στο νεκροταφείο της Οισύμης ή
σε κάποιο άλλο της θασιακής επικράτειας. Γνωρίζουμε, ωστόσο, αρκετές μεταγενέστερες χρονικά περιπτώσεις από τον χώρο της
Μακεδονίας, όπου τα τεφροδόχα αγγεία (πήλινα και
κυρίως μετάλλινα) είναι παλιότερα από τα υπόλοιπα
κτερίσματαΈνα άλλο μεγάλο θραύσμα από τον λαιμό
και τον ώμο ανήκε, επίσης, σε παρόμοιο«μηλιακό» πιθαμφορέα, που χρησίμευσε ως ταφικό αγγείο
Αξίζει να σημειω-θεί εδώ η απεικόνιση ενός τεθρίππου στον
λαιμό, που δεν μου είναι γνωστή από κανένα άλλο παράδειγμα της ομάδας αυτής. Από άποψη τεχνοτροπίας οι παραπάνω
αμφορείς της Οισύμης έχουν πολλές ομοιότητες με έναν άλλο, σχεδόν ακέραιο, που βρέθηκε στο ιερό της Παρθένου
στη Νεάπολη (σημερινή Καβάλα), με τον οποίο ταιριάζουν και χρονολογικά
Στα υπόλοιπα όστρακα (εικ. 2), που προ έρχονται από το νεκροταφείο, διατη-ρούνται κυρίως
παραπληρω ματικά φυτικά μοτίβα, ζεύ-γη οφθαλμών και ορισμένα τμήματα
μορφών – όπως γυναικεία κεφάλια και οπλίτες
Ανοικτό παραμένει ακόμη το θέμα
του τόπου κατα-σκευής των μεγάλων αυτών καθώς και άλλων «μηλιακών» αγγείων, που
βρέθηκαν σε θέσεις της «θασιακής Περαίας», αν δηλαδή
είχαν κατασκευαστεί σε εργαστήρια της Πάρου,
από όπου και έγινε η εισαγωγή τους, ή σε κάποιο τοπικό
εργαστήρι της Θάσου, ενδεχομένως από Πάριους
κεραμείς. Θραύσματα ανάλογων πιθαμφορέων έχουμε και από τη Θάσο. Οι σχετικές
αναλύσεις πηλού είναι περιορισμένες και έχουν γίνει κυρίως σε μικρότερα αγγεία
άλλων σχημάτων, όπως αμφορείς με λαιμό, υδρί-ες και πινάκια, που είναι και πιο
πολυάριθμα σε σχέση με τους πιθαμφορείςΈχει διαπιστωθεί ότι ορισμένα από τα
δείγματα που εξετάστηκαν ήταν φτιαγμένα με παριανό
πηλό και άλλα με θασιακό, επομένως ότι υπήρχαν τόσο εισαγωγές όσο και
τοπικές παραγωγές αγγείων της λεγόμενης «μηλιακής» ομάδας (με προτίμηση σε πινάκια
και σκύφους). Εξάλλου, είναι βεβαιωμένο ότι στη Θάσο κατασκευάζονταν και
μιμήσεις αγγείων άλλων περιοχών με γραπτή διακόσμηση, όπως χιώτικων του ρυθμού των αιγάγρων και αττικών μελανό μορφων
εικ2 Όστρακα «μηλιακών» αγγείων, Αρχαιολογικό Μουσείο Καβά-λας Α 1840, Α 1888, Α 3325, Α 3330, Α 3332, Α 3335, Α 3347, Α 3349
Κορινθιακή κεραμική
Η ποσότητα των κορινθιακών αγγείων στο νεκροταφείο της
Οισύμης είναι αξιοπρόσεχτη, παρά την αρκετά κακή και αποσπασματική διατήρησή τους. Τα
περισσότερα όστρακα βρέθηκαν μέσα στην άμμο, στις επιχώσεις των διαταραγμένων
τάφων και των σπασμένων ταφικών αγγείων, και
η επιφάνειά τους είναι πολύ φθαρμένη. Ο μεγάλος αριθμός, όμως, των
τμημάτων από χείλη και
βάσεις –κυρίως από αρυβάλλους, αλάβαστρα και κοτύ-λες– είναι ενδεικτικός της προτίμησης των κορινθιακών εργαστηρίων
για συγκεκριμένα σχήματα. Οι παλιότερες
διαπιστωμένες εισαγωγές αγγείων από την Κόρινθο χρονολογούνται στη μεταβατική
περίοδο, δηλαδή στο τελευταίο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ., όπως λίγα θραύσματα από
οινοχόες με φολιδωτά και γλωσσωτά μοτίβα και
συμβαδίζουν με την εποχή ίδρυσης της αποικίας.
Στην πρώιμη κορινθιακή φάση, και μάλιστα προς το τέλος της, ανήκουν κυρίως μικρού μεγέθους αλάβαστρα (εικ. 3) με αντωπά
ζώα και μειξογενείς μορφές (πετεινοί, πτηνά, Σειρήνα, πάνθηρας, γυναικεία φτερωτή
δαιμονική μορφή) ή διακοσμημένα απλώς με ταινίες και ζώνες από κουκίδες
Λίγα θραύσματα με φολιδωτό κόσμημα και ταινίες μπορούν να
χρονολογηθούν πιθανόν στη
Τα αλάβαστρα αποτελούν μια ιδιαίτερη και
αρκετά πολυάριθμη ομάδα στους τάφους της Οισύμης, το ύψος τους δεν ξεπερνά τα
9-10 εκ. και εμφανίζουν στυλιστικές ομοιότητες μεταξύ τους
Μολονότι τα περισσότερα προέρχονται από διαλυμένες ταφές,
ορισμένα έχουν διατηρηθεί ακέραια (εικ. 4-5)
ενώ υπάρχουν και πολλά τμήματα, κυρίως
από τη στεφάνη του χείλους και το κάτω μέρος του σώματος. Σε κάθε
περίπτωση πρόκειται για μεσαίου μεγέθους αγγεία με τυποποιημένη, αν και καλή από σχεδιαστική άποψη, εικονιστική
διακόσμηση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα αποσπασματικό αλάβαστρο, στο οποίο
σώζεται το κάτω μέρος από τρεις γυναικείες μορφές που εικονίζονται σε πομπή
προς τ’ αριστερά (εικ. 6)
Τα θραύσματα από σφαιρικούς αρυβάλλους, κοτύλες και
οινοχόες της ίδιας φάσης είναι αισθητά
λιγότερα. Στη μέση κορινθιακή φάση παρατηρούμε μείωση των αλαβάστρων με παράλληλη αύξηση των αρυβάλλων και
των κοτυλών
Στους πρώτους, προστίθενται εκτός από τους σφαιρικούς
και οι δακτυλιόσχημοι αρύβαλλοι (εικ. 7), που φαίνεται ότι αποτελούσαν
προσφιλές κτέρισμα στους τάφους της Οισύμης. Αυτή η παραλλαγή πρω-τοεμφανίζεται στη μέση κορινθιακή, έχει μικρή διάρκεια ζωής και πολύ
πιθανόν κατασκευάστηκε κυρίως για εξα-
γωγή, όπως και οι σφαιρικοί αρύβαλλοι με βάση καθώς τα γνωστά παραδείγματα από την Κορινθία είναι περιορισμένα. Τα ακέραια
αγγεία και τα μεγαλύτερα θραύσματα από το νεκροταφείο της Οισύμης φέρουν όλα
εικονιστικές συνθέσεις
στην εξωτερική πλευρά του δακτυλίου, οι οποίες αποτελούνται από συμμετρικά τοποθετημένες και ιδιαίτερα επιμήκεις μορφές, όπως
ιππείς (εικ. 8) και διάφορα ζώα. Γενικά, οι δακτυλιόσχημοι αρύβαλλοι απαντούν
εξίσου μεμονωμένα και σε άλλα νεκροταφεία της ίδιας εποχής στη δυτική και την
κεντρική Μακεδονία. Ορισμένα παραδείγματα είναι γνωστά από την Αιανή, τη Βεργίνα, το Αρχοντικό και τη
Σίνδο
Τα πιο πολλά κορινθιακά δείγματα προέρχονται από τη μέση και την ύστερη
κορινθιακή περίοδο και τότε παρατηρείται η μεγαλύτερη ποικιλία ως προς τα
σχήματα των αγγείων. Η διακόσμησή τους, αντίθετα, δεν διεκδικεί πρωτοτυπία και
τα εικονιστικά θέματα περιορίζονται σε ζωφόρους με ζώα ή οπλίτες καθώς και σε
μεμονωμένα ή αντικριστά ζώα. Το ίδιο ισχύει, επίσης,
για τις ακέραιες ή αποσπασματικές κοτύλες κανονικού μεγέθους και για τις
οινοχόες. Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν σε
μικρότερο αριθμό πυξίδες διαφόρων τύπων (κυρίως θραύσματα από το κάλυμμα) και
λίγα όστρακα από πιο ασυνήθιστα σχήματα, όπως αμφορίσκους, λεκάνες,
κιονωτούς κρατήρες, κύλικες,μικρογραφικά πινάκια και φιάλες. Αξιοσημείωτη είναι
η απουσία των εξαλείπτρων, ενός σχήματος που
δεν λείπει από τους αρχαϊκούς τάφους σε άλλους οικισμούς της Μακεδονίας
Κατ’ αναλογία, πολύ λίγα είναι τα εξάλειπτρα
από τα νεκροταφεία γειτονικών οικισμών, όπως της Γαληψού, του Φάγρητα, της
Γαζώρου και της Τραγίλου, ενώ
αντίθετα αφθονούν στη δυτική και την κεντρική Μακεδονία την ίδια περίοδο. Εκεί,
εκτός από τα κορινθιακά και ιωνικά δείγματα, υπάρχουν και αρκετές τοπικές
απομιμήσεις
Μία από τις ελάχιστες άθικτες ταφές περιείχε οκτώ
αγγεία ως κτερίσματα, όλα κορινθιακά, που χρονολού-νται στη μέση
κορινθιακή περίοδο, και ανάμεσα στα οποία αντιπροσω πεύονται τα συχνότερα απαντώμενα σχήματα που αναφέρθηκαν πιο πάνωδύο
κοτυλίσκες,τρία αλάβαστρα, ένας σφαιρικός
και δύο δακτυλιόσχημοι αρύβαλλοι. Η διακόσμησή τους περιορίζεται σε
γραμμικά μοτίβα και μορφές ζώων με μικρή ποικιλία. Ανάλογη προτίμηση σε
μικρού και μεσαίου μεγέθους κορινθιακά
αγγεία, που ποικίλλουν, βέβαια, ως προς τον αριθμό και το είδος τους,
παρατηρείται στις περισσό-τερες ταφές παιδιών και ενηλίκων του νεκροταφείου.
Την ίδια λιτή εικόνα μάς δίνει,
αντίστοιχα, και το εικονι-στικό ρεπερτόριο των αγγείων αυτών, αντανακλώντας πιθανόν
τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των κατοίκων του οικισμού, αλλά
δηλώνοντας ταυτόχρονα και τις ταφικές τους συνήθειες.Το τυποποιημένο σχηματολόγιο της ύστερης κορινθιακής περιόδου της φάσης Ι, μετά το 560/50 π.Χ.,
περιλαμβάνει κυρίως σφαιρικούς αρυβάλλους (εικ. 9α-β) διακοσμημένους κατά
κανόνα με τετράφυλλο μοτίβο
(quatrefoil aryballoi) ή σπανιότερα με «φέτες» (football aryballoi), επίσης με σειρές οπλιτών και κατ’
εξαίρεση με μεμονωμένες ή αντωπές μορφές ζώων. Οι κοτυλί-σκες φέρουν σχεδόν όλες «συμβατική» διακόσμηση με
γραμμικά μοτίβα στο χείλος και ταινίες στο σώμα (εικ. 10).
Στη φάση ΙΙ,
δηλαδή στο πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ., επικρατούν οι κοτύλες και οι κοτυλίσκες
και λίγα άλλα σχήματα, όπως πυξίδες με κάθετα τοιχώματα και ολόσωμο κάλυμμα
(powder pyxides) (εικ. 11)
ή πυξιδίσκες με κυρτά τοιχώματα και κάθετες
τοξωτές λαβές. Η αφθονία που διαπιστώνουμε στις κοτυλίσκες οφείλεται στο γεγονός ότι τα συγκεκριμένα αγγεία προέρχονται
μάλλον από παιδικές ταφές. Tο ίδιο ισχύει πιθανόν για τα μεσαία έως
μικρά αλάβαστρα και τα άλλα μικρού
μεγέθους κορινθιακά αγγεία. Παρόμοιες κοτυλίσκες βρέθηκαν, ωστόσο, και κατά την ανασκαφή του ιερού στην ακρόπολη του
οικισμού
.
Αττική κεραμική
Η παρουσία των αττικών αγγείων στο νεκροταφείο της Οισύμης ακολουθεί σε γενικές γραμμές το ίδιο σχήμα εξάπλωσης που
γνωρίζουμε από τις περισσότερες θέσεις της Μακεδονίας, είτε πρόκειται για
παράκτιες αποικίες είτε για οικισμούς της ενδοχώρας.
Τα παλιότερα χρονολογούνται
στο βʹ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. και είναι
κυριολεκτικά ελάχιστα, όπως ένα θραύσμα από καπάκι λεκανίδας του Ζ. του
Πόλου με Σειρήνες
και ορισμένα από το χείλος κυλίκων τύπου Σιάννων με .
Στην ίδια εποχή ανήκουν και οι ακόσμητες κύλικες του τύπου των Αθηνών 1104,
που αποτε-
λούν σπάνιο εύρημα και εκπροσωπούνται τουλάχιστον με δύο ακέραια αγγεία.
Σχετική αύξηση
των αττικών μελανόμορφων αγγείων παρατηρείται από τα μέσα του
6ου αι. και εξής, αρχικά στο γʹ τέταρτο του αιώνα με λίγα δείγματα από
κιονωτούς κρατήρες, που μπο-ρούν να ενταχθούν στον κύκλο του Ζ. του Λούβρου F 6 (εικ. 12), και κυρίως με πολλές μικρογραφικές κύλικες.
Ανάμεσα στις τελευταίες ξεχωρίζουν οι ται-νιωτές (εικ. 13), οι οποίες καλύπτουν
χρονικά όλο το βʹ μισό του 6ου αι. π.Χ. Στη διακόσμησή τους επικρα-τούν οι ζωφόροι με ζώα σε ποικίλους συνδυασμούς, ενώ
σε λίγα όστρακα απεικονίζονται ανθρώπινες μορφές. Υπάρχουν, όμως, και αρκετά θραύσματα από άλλες σύγχρονες και νεότερες
κατηγορίες, όπως τύ-που Droop, οφθαλμωτές (τύπου Α, της Ομάδας χωρίς
φύλλα), ακόμη κύλικες με ανθέμια διαφόρων μεγεθών και παραλλαγών, όπως π.χ.
ταινιωτές χωρίς στέλεχος και ταινιωτές τύπου Κρακοβίας, τύπου Β και τύπου C
(εικ. 14) καθώς και κύλικες-σκύφοι από το εργαστή-ριο του Ζ. του Αίμονα
(εικ. 15).
Στην εικονογραφία των ύστερων
μελανόμορφων κυλίκων κυριαρχούν οι διονυσιακές σκηνές.Οι ίδιες ομάδες κυλίκων,
και μάλιστα σε σημαντικές ποσότητες, έχουν
βρεθεί και στο ιερό που ανασκάφηκε στην ακρόπολη της Οισύμης το 1987.
Εκεί, τα παλιότερα όστρακα προέρχονται από κύλικες της Ομάδας των Κωμαστών (που δεν έχουν εντοπιστεί προς το
παρόν στο νεκροταφείο), ενώ πολύ καλή είναι η ποιότητα των περισσότερων
θραυσμάτων από τις κύλικες τύπου Σιάννων. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι το υλικό αυτό από το ιερό της Οισύμης θυμίζει
έντονα, αλλά σε μικρογραφία, τα πλούσια κεραμικά ευρήματα από το
Αρτεμίσιο της Θάσου και αντανακλά την πιο περιορισμένη,
τοπική εμβέλεια του πρώτου ενάντι της
ευρύτερης ακτινοβολίας του θασιακού ιερού. Φαίνεται,λοιπόν, ότι οι αττικές κύλικες ήταν εξίσου αγαπητές ως κτερίσματα
και ως αναθήματα, κάτι που αποτελεί κοινή διαπίστωση και για άλλα ιερά της
Μακεδονίας, όπως της Παρθένου στη γειτονική
Νεάπολη και του Ποσει-δώνα στο Ποσείδι Χαλκιδικής.
Παρά την αποσπασματική κατάσταση του υλικού της Οισύμης, ο σχετικά μεγάλος
αριθμός και η ποικιλία των κυλίκων, των σκύφων και των κυλίκων-σκύφων
φανερώνουν αναλογίες με τις αντίστοιχες κατηγορίες που έχουν βρεθεί σε
εντυπωσιακές ποσότητες σε διάφορα σημεία της
αρχαίας Θάσου. Οι ομοιότητες που παρατηρούνται οφείλονται ασφαλώς στην
εισαγωγή των συγκεκριμένων αγγείων πρώτα στη μητρόπολη, από όπου γινόταν η κεντρική διάθεση και στη συνέχεια η διάχυσή
τους στις πιο μικρές αγορές των θασιακών αποικιών
και των άλλων οικισμών στην απέναντι στεριά. Μπορούμε, μάλιστα, να
επισημάνουμε τη διαδοχική
επικράτηση ορισμένων κεραμέων και ομάδων ανά περί-οδο,
όπως του Ζ. ΚΧ στις κύλικες τύπου Κωμαστών, του Ζ. C και του κύκλου του στις κύλικες
τύπου Σιάννων, του Ζ. των Εξαρθρωμένων
Αγκώνων, του Ζ. των Ιππέων και του Ζ. του Ερμογένη στις ταινιωτές, των
ζωγράφων της Ομάδας Χωρίς Φύλλα,της Ομάδας
CHC, των Ομάδων Lancut και Λίνδου, της Κατηγορίας του Πιστία και του
εργαστηρίου του Ζ. του Αίμονα στους ύστερους μελανόμορφους σκύφους και κύλικες. Οι ίδιες εργαστηριακές ομάδες εντοπίζονται
και στις περισσότερες ερευνημένες θέσεις της
Μακεδονίας και της Θράκης.Στα ύστερα μελανόμορφα αγγεία, που αποτελούν
την πλειοψηφία στο ανασκαμμένο τμήμα του νεκροταφείου, συγκαταλέγονται, εκτός
από τις κύλικες και
τους σκύφους, λίγα θραύσματα από οινοχόες και αμφο-ρείς με λαιμό καθώς και
αρκετά από ληκύθους (εικ. 16).
Τα αττικά εργαστήρια από τα οποία προέρχονται είναι
όλα γνωστά από την υπόλοιπη μακεδονική και θρακι-κή επικράτεια και έχουν
ανάλογη ευρεία διάδοση στον μεσογειακό χώρο στα ύστερα αρχαϊκά χρόνια. Από τα
ευρήματα της Οισύμης διαφαίνεται μια ιδιαίτερη προτί-μηση για μετρίου ή
μικρού μεγέθους σκεύη με τυποποιημένη φυτική
διακόσμηση και λιγότερο με εικονιστικές
παραστάσεις, όπως παρατηρούμε στις ληκύθους και τις κύλικες με τις ανθεμωτές αλυσίδες, κάτι που αντανακλά τις οικονομικές
δυνατότητες και ίσως ως ένα βαθ-μό τις προτιμήσεις των περισσότερων αγοραστών
των αγγείων αυτών. Παρόμοια είναι και η εικόνα που απο-κομίζουμε από τα
κτερίσματα των άλλων σύγχρονων νεκροταφείων
στους οικισμούς των θρακικών παραλίων και της ενδοχώρας (όπως Γαληψός/Κάρυανη,
Φάγρης/Ορφάνι, Τράγιλος/Αηδονοχώρι, Βέργη/Νέος Σκοπός, Άργιλος/Νέα Κερδύλλια, Πίστυρος). Τα
μεγάλου μεγέθους αττικά κλειστά και ανοικτά αγγεία
(αμφορείς, υδρίες και κρατήρες), ορισμένα από τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί
ως ταφικά ή τεφροδόχα, σώζονται πολύ
αποσπασματικά, κυρίως το κάτω τμήμα και οι βάσεις τους. Λίγα είναι τα γραπτά
ταφικά αγγεία
που βρέθηκαν σχεδόν ακέραια, όπως ο μελανόμορφος
αμφορέας με λαιμό με πάλη του Ηρακλή με τον Νηρέα στη μία όψη και
διονυσιακή σκηνή στην άλλη, που χρο-νολογείται
στις αρχές του 5ου αι. π.Χ.
Εκτός από τα κορινθιακά και τα αττικά γραπτά αγ-γεία,
που παρουσιάστηκαν πιο πάνω, ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει στα αττικά
μελαμβαφή σκεύη που βρέθηκαν μαζί με τα προηγούμενα και πρωτοεμφανίζονται
στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 6ου αι. π.Χ.
Πρόκειται σχεδόν αποκλειστικά για αγγεία πόσης, κυρίως κύλικες τύπου C με κοίλο
χείλος (εικ. 17) και βαριές σκυφοειδείς κύλικες, που διακρίνονται για την αρκετά
καλή ποιότητά τους. Σε γενικές γραμμές,
είναι καλοφτιαγμένα και στέρεα κύπελλα, με αρκετά χοντρά τοιχώματα και στιλπνό
μελανό υάλωμα. Μελαμβαφή αγγεία άλλων
σχημάτων, όπως σκύφοι, άποδες κύλικες τύπου Ρήνειας, πλημοχόες
και λεκανίδες, συνεχίζουν να εισάγονται σε όλη τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. και
υπερτερούν αριθ-μητικά έναντι των ερυθρόμορφων
Συμπεράσματα
Η μέχρι σήμερα εξέταση των κεραμικών ευρημάτων από
τις Κυκλάδες (συγκεκριμένα την Πάρο), την Κόρινθο και την Αθήνα στο παράλιο νεκροταφείο της Οισύμης μάς επιτρέπει να
διατυπώσουμε ορισμένα συμπεράσματα σχετικά με τη συχνότητα και τη διάρκεια της
παρουσίας γραπτών αγγείων από τις περιοχές
αυτές από το τελευταίο τέταρτο του 7ου μέχρι και το αʹ μισό του 5ου αι. π.Χ.
Προηγούνται χρονικά οι παριανές εισαγω-γές, που μπορούν να συνδυαστούν
με τα πρώτα χρό-νια ίδρυσης της αποικίας.
Εκτός από τους δύο σχεδόν
ακέραιους πιθαμφορείς, η ανεύρεση αρκετών οστράκων από
παρόμοια αγγεία κάνει πιθανό το γεγονός αυτά να χρησιμοποιούνταν κυρίως για
ενταφιασμούς, οι οποίοι διαλύθηκαν κατά τη συνεχιζόμενη χρήση του νεκροτα-φείου, και ορισμένα ίσως ξανα χρησιμοποιήθηκαν πολλά χρόνια μετά
ως ταφικά αγγεία. Βέβαια, υπάρχουν και άλλα
σχήματα «μηλιακών» αγγείων, που αποτελούσαν κτερίσματα των παλιότερων ταφών.Για
τα κορινθιακά αγγεία είναι βεβαιωμένη η χρήση τους ως κτερίσματα ήδη από τα
τέλη του 7ου αι. π.Χ., αν και πολλά από αυτά έχουν βρεθεί κατά την περισυλλο-γή
των ευρημάτων από διαλυμένες ταφές ή καύσεις. Η αύξηση των κορινθιακών
εισαγωγών από το βʹ τέταρτο του 6ου αι. και εξής ταιριάζει με τη γενική εικόνα
που έχουμε, από άλλους γειτονικούς οικισμούς και τα νεκροταφεία τους την ίδια
περίοδο καθώς και από όσα έχουν ερευνηθεί μέχρι σήμερα στις παράλιες αποικίες
της Χαλκιδικής. Παράλληλα, διαπιστώνεται η παρουσία γραπτής κορινθιακής
κεραμικής στην περιοχή της ακρόπολης της Οισύμης και κυρίως στο ιερό που
ανασκάφηκε εκεί. Μια πρώτη σύγκριση των ευρημάτων δείχνει ότι δεν υπάρχει
αισθητή διαφοροποίηση ως προς τα σχήματα των αγγείων που ανευρίσκονται σε
διάφορα σημεία του οικισμού και ότι γενικά προτιμώνται μικρού μεγέθους αγγεία
με πρακτική αλλά και συμβολική αξία (διάφορα μυροδο-χεία, οινοχόες, κοτύλες και κοτυλίσκες). Αντίστοιχα, και η εικόνα των αττικών μελανόμορ-φων
αγγείων συμφωνεί με εκείνη που γνωρίζουμε από αλλού στη Μακεδονία ως
προς τη σταδιακή επικράτησή τους στις τοπικές αγορές και την κορύφωση της εξάπλωσής
τους στις δύο δεκαετίες πριν και μετά τους περ-σικούς πολέμους. Από τα ευρήματα του νεκροταφείου αλλά και του
ιερού της Οισύμης επιβεβαιώνεται, επίσης, η συστηματική και αθρόα εισαγωγή
σχεδόν όλων των γνωστών κατηγοριών αττικών κυλίκων μεσαίου μεγέθους, που
προωθούνταν στον οικισμό μέσω της Θάσου. Στη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ., οι
παλιότερες ομάδες (Κωμαστών και Σιάννων)
αντιπροσωπεύονται με λίγα δείγματα, ενώ αισθητή αύξηση παρατηρείται μετά
τα
μέσα του αιώνα (μικρογραφικές), για να κορυφωθεί στο τελευταίο
τέταρτο του 6ου και στο αʹ τέταρτο του 5ου αι. π.Χ. (τύπου Droop, τύπου Α και
C, κύλικες-σκύφοι, ανθεμωτές διαφόρων παραλλαγών). Η προτίμηση που διαπιστώνεται
σε συγκεκριμένες εργαστηριακές ομάδες αττικών αγγείων με μαζική και
τυποποιημένη παραγωγή στα χρόνια του ύστερου μελανόμορφου ρυθμού συμ-φωνεί με τη μεγάλη διάδοσή τους και σε πολλές άλλες περιοχές που
βρίσκονταν στην περιφέρεια του αρχαιο-ελληνικού κόσμου.
Η αντικατάσταση των μελανόμορφων αγγείων από μελαμβαφή γίνεται
σταδιακά και μαρτυρεί τις νέες εξαγωγικές
αντιλήψεις που επικρατούν στα αττικά εργα-στήρια κατά το αʹ μισό του 5ου αι.
π.Χ. Τα νέα κεραμι-κά προϊόντα φαίνεται ότι ικανοποιούν τις ανάγκες της τοπικής
αγοράς για «είδη πολυτελείας» και κερδίζουν γρήγορα την εμπιστοσύνη των ντόπιων
αγοραστών. Σε αρκετές περιπτώσεις συνυπάρχουν στους τάφους με διάφορα μικρού
μεγέθους κορινθιακά και αττικά ύστερα
μελανόμορφα ή μελανόγραφα αγγεία, όπως συμβαίνει και σε άλλα
νεκροταφεία οικισμών του μακεδονικού χώρου
την ίδια περίοδο. Τέλος, έχει ενδιαφέρον να επισημάνουμε τις κοινές προτιμήσεις
που υπάρχουν για ορισμένα σχήματα και τη
συχνή χρήση τους τόσο ως κτερίσματα όσο και ως αναθήματα, ιδιαίτερα για
τις κορινθιακές κοτύλες ή κοτυλίσκες –με έμφαση στην πρώτη χρήση– και για τις αττικές κύλικες – με έμφαση στη δεύτερη χρήση.
Η περαιτέρω συστηματική μελέτη της εισηγμένης κερα-μικής από διάφορα εργαστηριακά κέντρα του αρχαίου
κόσμου στην Οισύμη θα προσφέρει ενδιαφέροντα νέα στοιχεία για τις
σχέσεις και τις εμπορικές επαφές της αποικίας με τη μητρόπολη Θάσο καθώς και με
άλλες
γειτονικές ή πιο μακρινές περιοχές. Παράλληλα, μπορεί να συμβάλει στη διερεύνηση άλλων θεμάτων σε σχέση
με τις προτιμήσεις και τις συνήθειες των κατοίκων του οικισμού αυτού στις καθημερινές,
λατρευτικές και ταφικές πρακτικές τους.
Υ.Γ.Το παρών θέμα δημοσιευθηκε κατοπην αδειας της επ.καθ. του Αριστοτελιου Πανεπιστημιου Θεσσαλονικης κ.Ελενης Μανακιδου.
Προσωπικά την ευχαριστώ πολύ που με έδωσε την άδεια να αναδημοσιεύσω ένα τόσο πολύ σημαντικό έργο που αφορά την περιοχή μας.
Το ολοκληρωμενο εργο-θεμα θα το βρειτε στο site http://www.academia.edu/5736476/Imported_Archaic_Cycladic_Corinthian_and_Attic_Pottery_in_Ancient_Oisyme_in_Archaic_Pottery_of_the_Northern_Aegean_and_its_Periphery_700-480_BC_2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου